- διαφθανω
- διαφθάνωδια-φθάνωупреждать своим приходом, приходить ранее
(εἰς τέν Βαβυλωνίαν Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(εἰς τέν Βαβυλωνίαν Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
διαφθάνω — (Α) φθάνω πρώτος, προφθάνω, προλαβαίνω («εἰς τὴν βαθυλωνίαν παρεισπεσὼν διέφθη», Πλουτ., Δημήτριος) … Dictionary of Greek